- μπανάλ
- ο, η, τοάκλ.1. κοινότοπος2. κακής ποιότητας, κακόγουστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. banal < ban «διακήρυξη, δημόσια πρόσκληση, δημοσιοποίηση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπανιέρης — και πανιέρης, ὁ (Μ) δημόσιος κήρυκας, κατώτερος αξιωματικός με καθήκοντα αγγελιαφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότ. γαλλ. banier πρβλ. και λ. μπανάλ] … Dictionary of Greek